- στρέφων
- στρέφωAër.pres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обращати — ОБРАЩА|ТИ (91), Ю, ѤТЬ гл. 1.Поворачивать: недѹжьныи... палъ || ниць въ домѹ томь. людиѥ же ѥго вид˫аще тако падъша обращахѹть имь сѣмо и овамо. онъ же лежааше ˫ако и мрътвъ СкБГ XII, 21б–в; вълагаѥть деснѹю си рѹкѹ икономъ межю игѹмени рѹцѣ...… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πανταχού — ΝΜΑ επίρρ. σε όλα τα μέρη, παντού (α. «πανταχού παρών» β. «διήρχοντο... θεραπεύοντες πανταχοῡ», ΚΔ) αρχ. 1. προς κάθε κατεύθυνση («σκοποῡμαι δ ὄμμα πανταχοῡ στρέφων», Ευρ.) 2. εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς («τὸν δὲ πανταχοῡ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
πόρπαξ — ακος, ο, ΝΑ 1. νεοελλ. στρ. μεταλλικός κρίκος τών παλαιών πυροβόλων που χρησίμευε για τη στερέωση τού σωλήνα τού πυροβόλου στο σαμάρι τού ζώου που τόν μετέφερε, αλλ. πόρπη 2. η λαβή τής ασπίδας, κρίκος ή λουρί προσαρμοσμένο στην ασπίδα («ἴσχε διά … Dictionary of Greek